Τρίτη 18 Οκτωβρίου 2016

“And the Nobel goes to…”

Γνώση, γνώση, γνώση. Κάτι που δε σταματά ποτέ, εκτός και αν το επιλέξεις (;). Δύσκολο πράγμα η γνώση. Ενίοτε απλησίαστο, ιδιαίτερα δυσπρόσιτο και άλλοτε -συνήθως- απλόχερα ανοιχτό προς άπαντες που ζητούν να την κατακτήσουν, να τη νιώσουν, γιατί όχι να τη μοιραστούν και κυρίως να αποκομίσουν πράγματα από αυτήν. Οι σκέψεις και πάλι του είχαν ταρακουνήσει τον σχεδόν απενεργοποιημένο και σπαστικά μυημένο εγκέφαλό του στα, περισσότερο θεωρητικά και λιγότερο ουσιαστικά, προβλήματα της σύγχρονης εποχής.
Αιτία; Μια μικρή επίσκεψη. Ο δρόμος -για την ακρίβεια, μια εκπαιδευτική εκδρομή- έβγαλε τον -Χ- προς μία εκ των διασημότερων πλατειών της Στοκχόλμης. Το όνομα αυτής «Stortoget», ενώ του σημαντικότερου δεσπόζοντος κτιρίου σε μια πλευρά της, «Nobel Museum». Όταν έφτασε απ’ έξω, το χάζεψε, το περιεργάστηκε, τράβηξε τις απαραίτητες φωτογραφίες για την… αθανασία της εμπειρίας, που ακόμη δεν είχε αρχίσει να βιώνει, και μπήκε μέσα. Η ξενάγηση στους χώρους του μουσείου δεν άργησε να αρχίσει.
Ο βραβευθείς με Νόμπελ Λογοτεχνίας, Μπομπ Ντίλαν στα φωτεινά ταμπλό της εσωτερικής «μίνι» πλατείας, του ήταν ο ποιος γνωστός από τους φετινούς «νικητές», αν όχι ο μόνος (άντε, κάτι του έλεγε και ο Κολομβιανός Πρόεδρος της Κολομβίας με το πλέον ζόρικο στη συνείδηση του κόσμου, Νόμπελ Ειρήνης). Όχι βέβαια, πως γνώριζε τον Ντίλαν σε βάθος, ούτε πως ήταν φαν του, κάτι που είχε να κάνει με το… πράο της μουσικής του. Ευτυχώς την ίδια στιγμή, οι Queen και δη η φωνή του Μέρκιουρι, το, ευτυχώς, πάντα ζωντανό, αλλοτινό, ψυχεδελικό ροκ των Doors και των Deep Purple, οι αιώνιοι «έφηβοι» Metallica, οι φασαριόζοι Αρμένιοι (System of a down), τα «τέρατα» των Slipknot και πολλοί άλλοι από ροκ-μέταλ και πάνω περιλαμβάνονταν στα μουσικά του γούστα. Ο Ντίλαν, έτσι, μόνο περαστικός και αν, θα ήταν στο ακουστικό ρεπερτόριο του -Χ-…
Μοναδική οικεία στιγμή του με τον βραβευθέντα, άλλωστε, μπορεί και να ήταν η επαφή με ένα μικρό μέρος της βιογραφίας του τελευταίου, στο πλαίσιο του ερχομού του για δύο συναυλίες το 2014 στην Ελλάδα. Η «στιγμή» αποτέλεσε προϊόν κυριολεκτικής αγγαρείας για τον -Χ- με πενιχρό αντίτιμο, μια γνώρα, ωστόσο, ιδιαίτερα ταξιδιάρικη. Από εκεί και πέρα, χάος το κενό της γνώσης για τον τραγουδοποιό, καλλιτέχνη και… λόγιο Μπομπ Ντίλαν.
And the Nobel goes to...”, ένιωθε πως στροβιλίζει στα αυτιά του κατά την περιήγησή του μέσα στο μουσείο της Σουηδικής Ακαδημίας. Θα νόμιζε, μάλλον, πως η τελετή απονομής των βραβείων Νόμπελ που έπεται σε νορβηγικό έδαφος, σε δύο μήνες περίπου, μοιάζει με εκείνη των καθιερωμένων Όσκαρ από την Αμερικάνικη Ακαδημία Κινηματογράφου. «Τα λούσα όμως και τα κόκκινα χαλιά δεν ταιριάζουν σε μια τέτοιου είδους εκδήλωση», σκέφτηκε την ίδια στιγμή. Ο άγνωστος, τραγουδιστής, ή/και έστω στιχουργός ποιητής, φιλόσοφος τρόπον τινά, Μπομπ Ντίλαν, ούτως ή άλλως, τι σχέση θα είχε με μια απονομή επίσημου «πνευματικού» βραβείου, διερωτήθηκε επίσης. Χαζές και ανούσιες σκέψεις...
Στο μεταξύ, στην οροφή του μουσείου, ονόματα και εικόνες των τόσων βραβευμένων στη μνήμη του επιστήμονα και βιομηχάνου Άλφρεντ Νόμπελ, παρήλαυναν νωχελικά. Κάποια στιγμή, το βλέμμα του -Χ- έπεσε στη Μητέρα Τερέζα, μεταξύ άλλων, ενώ υπέμενε να ευλογήσει τα γένια του, θέλοντας να δει τον Σεφέρη ή τον Ελύτη να περνά. Μόνο τον δεύτερο ήξερε κάπως μέσα από τη σχολική και ακαδημαϊκή του πορεία, ενώ Σεφέρης και Ντίλαν επέβαιναν σχεδόν στην ίδια πλέουσα βάρκα… αγνώστων νερών. Τι κι αν ο Σεφέρης ήταν ο πρώτος Έλληνας ποιητής που βραβεύθηκε με Νόμπελ; Τουλάχιστον, οι Σουηδοί επιστήμονες τον γνώριζαν 50 και, χρόνια πίσω, όπως και τόσους άλλους παγκοσμίως (το αν είχαν ή έχουν πάντα δίκιο κατά τις αποφάσεις τους διαχρονικά, είναι άλλο ζήτημα).
Ένιωθε λίγος, όπως πάντοτε όταν βρισκόταν απέναντι σε κάτι πολύ «μεγάλο». Ένιωθε μικρός και ασήμαντος, μπροστά στην τόση μαζεμένη ιστορία, που σίγουρα ενέχει και πολλά «φάουλ», αναφορικά με κατά καιρούς υποψηφιότητες και βραβεύσεις. Και μόνο που σύγχρονος Αμερικανός Πρόεδρος έχει κερδίσει το Νόμπελ Ειρήνης, συνιστά πολύ κακό αστείο (βλ. Μπ. Ομπάμα). Η μεμονωμένη δε πρόταση για υποψηφιότητα του Χίτλερ (!) λίγο πριν το Β΄ Παγκόσμιο, καθώς και οι υποψηφιότητες των Στάλιν και Μουσολίνι (ευτυχώς δεν τους απεδόθη), επίσης, αποτελούν στιγμές, που μόνο ατυχείς δεν μπορείς να τις χαρακτηρίσεις για το θεσμό.
Όμως, γενικότερα, υπήρχε πολλή ιστορία εκεί μέσα, προς αξιοποίηση της παρακαταθήκης του Α. Νόμπελ για την επιβράβευση των γραμμάτων και της επιστήμης. Μια ιστορία, που χρειάζεται δυο ζωές για να τη γνωρίσεις σε βάθος. Δεν ένιωθε άσχημα τόσο που δεν τη γνώριζε, όσο για το ότι δεν είχε τη δυνατότητα να κρίνει, έστω σε κάποιο βαθμό, για σωστές ή λανθασμένες αποδόσεις βραβείων εδώ κι έναν και πλέον αιώνα.
Οι σκέψεις του -Χ- γυρνούσαν πίσω στον «σνομπ» βραβευθέντα Ντίλαν, ενώ πήγαιναν ένα ή και πολλά βήματα παρακάτω. «Μα γιατί ο Ντίλαν εν έτει 2016, το βραβείο λογοτεχνίας; Οκ, για τους στίχους του, που αγνοώ, αλλά, στέρεψαν οι ποιητές και οι συγγραφείς; Πέθανε η πνευματική παραγωγή; Μα που είναι οι φιλόσοφοι πια, στους οποίους πίστευε ο Πλάτωνας και ο Αριστοτέλης, ως οι μοναδικοί κατάλληλοι να επικρατήσουν; Γιατί, στην τελική, δε βραβεύθηκαν οι δυο τελευταίοι; Σίγουρα, βέβαια, υπάρχει ζήτημα με το ότι δεν υπάρχουν official απόγονοι/συγγενείς τους μετά από τόσους αιώνες, παρόλο που πολλοί γύρω μας είναι… βέβαιοι για την καθαρότητα της φυλής τους στο πέρασμά τους. Είναι και που έζησαν πριν τον τιμώμενο, μάλλον. Επιπλέον, γιατί το Νόμπελ Ειρήνης ενίοτε να δίνεται, απλώς... για να δοθεί; Και πάλι πίσω... Μα γιατί ο Ντίλαν; Και γιατί όχι ο Ντίλαν; Ποιος είμαι εγώ που θα κρίνω; Είχαμε κανέναν καλύτερο;», αναρωτιόταν…
Η επίσκεψή του στο μουσείο, περισσότερο, ράκος τον έκανε τελικά και λιγότερο, σοφό. Θυμήθηκε από τα τόσα λίγα που γνωρίζει, ότι ένα ξέρει: Πως δεν ξέρει τίποτα, όπως έλεγε και ο… πιθανός πρόγονός του, Σωκράτης. Γιατί, μια σταγόνα μόνο στο ωκεανό της γνώσης αποτελεί η μερική, ελάχιστη και επιδερμική επαφή μαζί της. Η ενδελεχής κατάκτησή της μόνο προσωπικά μπορεί να έρθει, σκέφτηκε. «Που, όμως, θα βρω το χρόνο να νιώσω ότι κάνω κάτι, έστω κάτι μικρό, αλλά ουσιώδες μέσα σε όλο αυτό; Τα έξοδα τρέξουν. Η καθημερινότητα είναι ζόρικη. Οι ψυχές μας πονάνε. Τα άγχη μας τρώνε, που όρεξη και διαύγεια; Μα, γιατί να γεννηθώ μετά τα 80’s και να μην έχω να παλέψω για κάτι;», ήταν μερικές μόνο από τις σκόρπιες, ηττοπαθείς σκέψεις του. Πάντα υπάρχει κάτι για το οποίο πρέπει να παλέψει κανείς, κυνηγώντας παράλληλα τη γνώση, αρκεί να το αντιληφθεί, ψιθύρισε μια νοερή φωνή μέσα του…
Ο «παραπονιάρικος» στίχος του Μάνου Ελευθερίου, τον οποίο ευτυχώς γνώριζε αρκετά ο -Χ-, από τα μελοποιημένα «Μαλαματένια Λόγια» του Μαρκόπουλου, ταλαιπωρούσε και πάλι το, γεμάτο χώρο για περαιτέρω γνώσεις, κρανίο του: «…πώς έγινε με τούτο τον αιώνα και γύρισε καπάκι η ζωή, πώς το ’φεραν η μοίρα και τα χρόνια να μην ακούσεις έναν ποιητή…». Την ίδια στιγμή, γνώριζε πως την αδικία της συγκυρίας στο χέρι του ήταν να την αποτάξει. Αρκεί να φτάσει κανείς στη γνώση, σε όση μπορεί, όπου μπορεί ή κι… εκεί ακόμη όπου δεν μπορεί, όπως θα έλεγε και ο, όχι βραβευθείς με Νόμπελ, μα κυριολεκτικά παγκόσμιος, Νίκος Καζαντζάκης.

Ν.Π.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου