Τρίτη 1 Νοεμβρίου 2016

«Σκατά, πώς θα πάω στη δουλειά το πρωί;»

Τη φίλησε και έφυγε. Τη φιλούσε για ώρα, λες και ήταν η τελευταία τους φορά. Δεν ήθελε να φύγει. Δεν ήθελε η νύχτα να τελειώσει εκεί. «Έπρεπε» όμως. Σε 5 ώρες ξημέρωνε και έπρεπε να βρίσκεται στο πόδι. Θα μπορούσε να της ζητήσει να τον ακολουθήσει σπίτι του. Δεν το έκανε. Το άγχος του πρωινού και συνάμα «αναγκαστικού» ξυπνήματος τον είχε νικήσει. Η μάζωξη δε, που εξελίχθηκε σε αυθόρμητο πάρτι, δεν είχε τελειώσει. «Πάντα τα αυθόρμητα είναι και τα πιο ωραία», που λένε. Εκείνος όμως, «πιστός στην ευθύνη του καθήκοντος», έφυγε.
Περπάτησε μέχρι το αμάξι, που βρισκόταν λίγα μέτρα μακριά. Του φάνηκαν χιλιόμετρα. Η ζάλη από το πιόμα δεν έλειπε. Πάραυτα, δεν αφέθηκε στην επιρροή του αλκοόλ, αλλά ούτε και στον πόθο του για ’κείνη που άφηνε πίσω. Έστω κι αν την «κέρασε» απλόχερα πολλά παθιασμένα γλωσσόφιλα και ένα σωρό γλυκόλογα κοντά στα αυτιά της, επιδιδόμενος σε διόλου «αθώα» αγγίγματα σε όλο της το κορμί...
Όταν έφτασε στο αυτοκίνητο, λύγισε μπροστά στην πόρτα και έκανε εμετό. Το στομάχι του περισσότερο από το άγχος της επόμενης μέρας είχε αναστατωθεί, παρά από τα 7-8 ποτά που είχε κατεβάσει στο πάρτι. «Άγχος, γαμημένο άγχος», σκέφτηκε. Τουλάχιστον, το παραδεχόταν στον εαυτό του. Αφού συνήλθε κάπως, ξεκλείδωσε το αμάξι και έκατσε μπροστά στο τιμόνι. Δε ζαλιζόταν τόσο, αλλά ένας ξαφνικός πόνος του θέριζε το κεφάλι.
Παρά το ζόρι του, δε σταμάταγε να κοιτά το ρολόι του στο αριστερό του χέρι. Του το είχε κάνει δώρο μία πρώην κοπέλα του. Η σχέση του μαζί της δεν είχε κρατήσει πολύ λόγω κυρίως των εργασιακών του -και συνάμα δικών του προσωπικών, επαγγελματικών- απαιτήσεων, που δεν του «επέτρεπαν» να την απολαύσει. Το ρολόι χειρός, λοιπόν, ήταν ό, τι είχε μείνει ζωντανό από εκείνο το ειδύλλιο.
Το τζάμι μπροστά είχε αρχίσει να θολώνει από τη βρώμικη ανάσα του. Τα δευτερόλεπτα και τα λεπτά ένιωθε πως περνούσαν βασανιστικά γρήγορα, ενώ προσπαθούσε να ηρεμήσει για να βάλει μπρος και να φύγει. Σπάνια πάντως έπαιρνε το αμάξι ενώ είχε πιει. Βρήκε στο ντουλαπάκι κάτι τελευταία χαρτομάντιλα, με τα οποία σκούπισε τα χείλη του, αλλά και τις άκρες των ματιών του, που είχαν δακρύσει από την πρότερη ένταση και τον εμετό. Τα έκλεισε για λίγο, έπειτα. Όταν τα άνοιξε, έπιασε το τιμόνι, αποφασισμένος επιτέλους να πάρει το δρόμο για το σπίτι, μιας και γι’ αυτό έφυγε από το πάρτι κακήν κακώς.
Κατέβασε πρώτα το παράθυρο για να μπει καθαρός αέρας, να τον «χτυπήσει», αλλά και για να ξεθολώσουν τα τζάμια. Το κεφάλι του κόντευε να σπάσει, ενώ το σφίξιμο στο στομάχι του δεν έλεγε να φύγει. Έβαλε μπρος και περιέργως δεν κοίταξε το ρολόι του, όπως συνήθιζε να κάνει. «Σκατά, πώς θα πάω στη δουλειά το πρωί;», σκέφτηκε φωναχτά, μη γνωρίζοντας πως τον είχε πάρει ο ύπνος για πάνω από μιάμιση ώρα...
Έβαλε πρώτη, έλυσε το χειρόφρενο και πάτησε το γκάζι νευρικά! Στα 50-60 μέτρα ένα έντονο φως τον θάμπωσε, ζαλίζοντάς τον και οδηγώντας τον σε μια πολύ απότομη παρατιμονιά. Σε κλάσματα δευτερολέπτου, ένας πολύ δυνατός γδούπος τον ανάγκασε να «κοκαλώσει» το αμάξι. Αποσβολωμένος και ακόμη θολωμένος, κοίταζε αριστερά, δεξιά, μπρος και πίσω να δει τι συμβαίνει. Χωρίς να καταφέρει να δει κάτι, βγήκε έντρομος έξω, έτοιμος να ξεράσει ξανά.
Ξαφνικά, το βλέμμα του πάγωσε. Μπροστά από το αυτοκίνητο κειτόταν αναίσθητη η κοπέλα από το πάρτι -ναι, εκείνη που είχε αφήσει, για να πάει για ύπνο- με αίματα στο κούτελο και κυρίως στις γυμνές της γάμπες και τα γόνατα -φορούσε φούστα. Το ένα της πέδιλο δε, ήταν εξαφανισμένο, λογικά από τη σύγκρουση. Ήταν νεκρή ή απλώς λιπόθυμη;
Την πλησίασε, με όση ψυχραιμία μπορούσε να επιδείξει, προσπαθώντας να καταλάβει αν είναι ζωντανή. Ακούμπησε το κεφάλι της στο μηρό του, νιώθοντας ανίκανος να της προσφέρει τις όποιες πρώτες βοήθειες. Το μόνο που μπόρεσε να κάνει μέσα στο διαφαινόμενο σοκ του, ήταν να αρχίσει να την ικετεύει: «Συγγνώμη που έφυγα πριν, συγγνώμη! Σου ζητώ συγγνώμη, γαμώ τα άγχη μου μέσα! Συγγνώμη. Συγγνώμη. Ξύπνα, άνοιξε τα μάτια σου σε παρακαλώ, ξύπνα!». Άρχισε δε να φωνάζει, με το σοκ του να μετατρέπεται σε άκρατο πανικό. Την ίδια στιγμή, ένας περαστικός κατάλαβε το τι συμβαίνει, διστάζοντας να πλησιάσει και χωρίς να ρωτήσει το οτιδήποτε, κάλεσε ασθενοφόρο.
Εκείνος συνέχιζε να την παρακαλά ν’ ανοίξει τα μάτια της. Μετά από λίγο, έσκυψε και άρχισε να τη φιλάει στα άλαλα και ελαφρώς, επίσης, ματωμένα χείλη της. «Ξύπνα, σε παρακαλώ και σου υπόσχομαι αύριο, και όσο γίνεται, θα είμαστε συνέχεια μαζί! Ξύπνα!», συνέχιζε εκείνος σπαρακτικά, κολλώντας έπειτα τα χείλη του στα δικά της. Ξαφνικά, το σώμα της κοπέλας άρχισε να αντιδρά. Τα χείλη της το ίδιο, ενώ το ένα της χέρι χάιδεψε αργά το ιδρωμένο κεφάλι του. Ήταν ευτυχώς ζωντανή…
Το πρωί -λίγη ώρα δηλαδή μετά- εκείνος δεν πήγε ποτέ στη δουλειά. Το όποιο άγχος του είχε να κάνει πλέον με το αν η… όψιμη κοπέλα του θα γίνει απολύτως καλά. «Άντε, να γίνεις γρήγορα καλά και να πάμε για καινούρια πέδιλα», άκουσε από τα χείλη του, μόλις άνοιξε τα μάτια της ξανά το μεσημέρι…

Ν.Π.

Υ.Γ.: Η ιστορία αποτελεί προϊόν φαντασίας, ευτυχώς. Αφιερωμένη σε όσους στερούν από τους εαυτούς τους πολλή… ζωή τελικά, αυτό-θυσιαζόμενοι στο βωμό ανούσιων αγχωτικών καταστάσεων.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου