Μεγάλη Παρασκευή. Ο καιρός μουντός. Τα
σύννεφα από νωρίς το πρωί δε λένε να φύγουν. Πολλά από αυτά απειλούν να χύσουν σταγόνες,
σαν δάκρυα. Κάποια επιχειρούν μεμονωμένες ψιχάλες, που κρατούν δευτερόλεπτα. Άλλα
πάλι, ακόμη πιο μαύρα, υπόσχονται ως και κλάμα βαρύ, λυγμικό.
Το χωριό, παρά τη διαφαινόμενη στεναχώρια
του ουρανού, σφύζει από ζωή. Ο Επιτάφιος γεμίζει χρώματα και αρώματα από
πιστούς και άλλους. Το σύμβολο της παροδικής νίκης του Θανάτου, διανθίζεται,
καλλωπίζεται, ετοιμάζεται για τον παλλαϊκό θρήνο. Η Ζωή τίθεται εν τάφω για…
λίγο. Οι μυροφόρες τραγουδούν, ετοιμάζοντας το μονοπάτι της επιστροφής από τον
Άδη. Το ποίμνιο φαίνεται να ακολουθεί ταπεινό. Ο ουρανός έχει καθαρίσει μερικώς
από τη συννεφιά, αλλά το φωτεινό πέπλο του ουρανού δίνει τη θέση του στο μαύρο της
νύχτας.
Νωρίτερα το μεσημέρι, η γιαγιά έχει
συμβουλέψει τον, σύντομα έφηβο, εγγονό της ότι δεν πρέπει να κάνει μπάνιο
σήμερα, γιατί «δεν κάνει μέρα που είναι» (παραδοσιακής φύσεως, προφανώς, η
παραίνεση). Ούτε φυσικά να πιει γάλα -για κρέας ούτε λόγος- ή να γευτεί ακόμη
και λάδι. Εκείνος ακολουθεί τη συμβουλή, φοβούμενος τις όποιες επιπτώσεις. Αργά
το απόγευμα ετοιμάζεται, βάζει τα καλά του και ξεκινά μαζί με την υπόλοιπη
οικογένεια για να ζήσει το τελευταίο στάδιο του Θείου Δράματος και την κατανυκτική
ατμόσφαιρα της ημέρας, που κορυφώνεται μόλις το σκοτάδι πέσει.
Κόσμος πολύς τριγύρω, όχι απαραίτητα
κατηφής. Άνθρωποι, που δε βρίσκονται συχνά μεταξύ τους και δράττονται της ευκαιρίας
να ανταλλάξουν δυο κουβέντες. Το ίδιο θα συμβεί και την επομένη το βράδυ, μια
βραδιά, ωστόσο, με εντελώς διαφορετικό χαρακτήρα, πιο χαρμόσυνο και πλέον
ανεκτό σε εκδηλώσεις χαράς και διαχυτικότητας. Είναι Παρασκευή όμως σήμερα κι
απόψε. Μεγάλη Παρασκευή. Ο πιτσιρικάς παίρνει θάρρος από το θορυβώδη περίγυρο,
αρχίζοντας τα γελάκια και τα πειράγματα με τα συνομήλικα φιλαράκια του. Η
γιαγιά με αυστηρό γνέμα τον φέρνει στη θέση του. Ο μικρός καταλαβαίνει πως
πρέπει με ταπεινότητα να ζήσει και να αφουγκραστεί ό, τι συντελείται -όχι γύρω
του τόσο- κοντά στο σημείο, που κείτεται νεκρός ο Κύριος.
Ο Επιτάφιος ξεκινά την πορεία του. Τέσσερις
νεαροί τον μεταφέρουν. Μετά από λίγο κάποιοι άλλοι θα τους αλλάξουν, θέλοντας να
μοιραστούν την τιμή να περιφέρουν τον άψυχο και σύντομα επανερχόμενο στη ζωή
Μεσσία. Οι υπόλοιποι παριστάμενοι ακολουθούν. Ο Θάνατος «ζει» τις τελευταίες
του στιγμές ανάμεσα σε έναν κόσμο, που αδημονεί σε λίγες ώρες να γιορτάσει. Να
σμίξει και να γιορτάσει την προδιαγεγραμμένη νίκη της Ζωής. Γιατί σε λίγες ώρες
θα ξημερώσει Μέγα Σάββατο. Γιατί η πρώτη Ανάσταση είναι κοντά, συνοδευόμενη
συνήθως από μια λαμπερή, ολοφώτεινη χωρίς σκιές και κατήφεια ημέρα.
Είναι όμως ακόμη Παρασκευή. Ο μικρός
θα γυρίσει σπίτι. Είναι αργά. Εννοείται πως δεν είναι ακόμη εποχή για εκείνον
για βραδιές με ούζο ή ρακές και κάθε είδους νηστίσιμο ή θαλασσινά σε πιθανές,
υπερτριπλάσιες από το κανονικό τιμές στα μεζεδοπωλεία και τα καφενεία. Γυρίζει
σπίτι, λοιπόν, ανοίγει την τηλεόραση και χαζεύει πριν πάει για ύπνο. Σχολείο
δεν έχει την επομένη, άρα οι ατασθαλίες με το χρόνο επιτρέπονται. Η ώρα έχει
πάει 12.00 τα μεσάνυχτα. Εκείνος σκέφτεται ακόμη τον Επιτάφιο, το συνολικό
τελετουργικό και τα βαθιά νοήματά τους…
Σκέφτεται συνεχώς την επικείμενη «νίκη
της Ζωής». Ξάφνου, ένα θέμα στο καθιερωμένο μεσονύχτιο δελτίο ειδήσεων θα
αναφερθεί σε εκατοντάδες νεκρούς αμάχους και τραυματίες από βομβιστική επιδρομή.
Ένα άλλο θα μιλά για συγκρούσεις στο πλαίσιο διαδηλώσεων, με δύο νεκρούς και ανυπολόγιστους
τραυματίες εκατέρωθεν. Ένα τρίτο, για ένα νεκρό μωρό σε κάδο, μάλλον παρατημένο
από τους -ο κόσμος να τους κάνει- γονείς του. Ένα τέταρτο, για μια επίθεση
αυτοκτονίας, με αποτέλεσμα φυσικά… νεκρούς, νεκρούς και πάλι νεκρούς. Ένα
πέμπτο, για ένα «εμπρηστικό» κήρυγμα μίσους απέναντι σε ανθρώπους από άνθρωπο,
που έχει επιφορτιστεί για να διδάσκει το καλό και την αγάπη…
Ο μικρός θα βγει βουρκωμένος και
μόνος στο μπαλκόνι, παρά το μεγάλο φόβο του για το σκοτάδι. Θα κοιτάξει τον
ουρανό. Έχει ακόμη σύννεφα, απ’ όσο μπορεί να διακρίνει. Ελπίζει στην αυριανή πρώτη
ανάσταση για να φύγουν, να εξαφανιστούν. Ελπίζει και στη δεύτερη, την υπέρλαμπρη,
το επόμενο βράδυ. Εδώ και λίγα λεπτά έχει αλλάξει η μέρα πάντως. Κι όμως μοιάζει
ακόμη μουντή Παρασκευή. Με τον άνανδρο Θάνατο και το μίσος ακόμη ζωντανά γύρω
του, αν και -γεωγραφικά- μακριά του…
Ν.Π.
Υ.Γ.: Το ακόλουθο άσμα, δυστυχώς, ταιριάζει
με το κλείσιμο του κειμένου...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου