Πέμπτη 26 Ιουλίου 2018

Όταν οι φλόγες λυγίζουν μια μάνα…

Ο μικρός Ν. -όσο μπορεί- θυμάται:
Το ημερολόγιο γράφει 12 Μαΐου 1995. Παρασκευή. Η ωραιότερη μέρα ενός μικρού παιδιού στα μαθητικά χρόνια, ίσως.
Εκείνος, μόλις 9 ετών, με ωτίτιδα -ή κάτι τέτοιο- και συνεπαγόμενους πόνους στο ένα αυτί, υποφέρει μες στο πρώιμο καλοκαίρι. Η μάνα του το ίδιο. Όχι από πόνους στο αυτί, αλλά στην κοιλιακή χώρα, που την καθηλώνουν στο μεγαλύτερο μέρος της ημέρας. Σίγουρα όμως εκείνη πονάει «λιγότερο» από το παιδί της, απέναντι στο οποίο «πρέπει» να δείχνει πάντα δυνατή. Στο σπίτι μαζί τους, βρίσκεται και η μεγάλη, 12χρονη αδερφή, που ευτυχώς είναι απολύτως υγιής.
Η ζεστή μέρα λόγω των έντονων, ως και μανιωδών, νοτιάδων γίνεται αποπνικτική. Οι άνεμοι, εντάσεως 9-10 μποφόρ «σφυρίζουν» έξω, λυγίζοντας δέντρα, ρίχνοντας πέρα δώθε πράγματα στις γειτονικές αυλές, καθώς και στο μπαλκόνι τους. Το πρόσφατα, για την ακρίβεια, χτισμένο μπαλκόνι, που εκτεινόταν κατά μήκος έξω από τα δύο νέα επίσης υπνοδωμάτια, που δεν είχαν κατοικηθεί ακόμη. Άλλωστε, οι φρέσκες ξύλινες πόρτες και τα κουφώματα ακόμη μύριζαν… καινούργιο.  
Το απόγευμα περνά βασανιστικά. Ο μικρός Ν. δεν έχει όρεξη για παιχνίδι, αφού τον ταλαιπωρούν οι πόνοι μες στο κρανίο του. Η μητέρα του επίσης ταλαιπωρείται και μάλλον πολύ περισσότερο, αλλά συνεχίζει να κρατά γερά. Ο πατέρας φυσικά απουσιάζει, αφού αναγκαστικά δουλεύει στο μαγαζί στο κέντρο της πόλης απόγευμα Παρασκευής.
Λίγο πριν τη δύση του ηλίου, τα μικρά πεινούν. Η μάνα τους πηγαίνει προς την κουζίνα. Θα τους φτιάξει κάτι εύκολο, που ωστόσο τους αρέσει πολύ. Μακαρόνια με τοπικό τυρί, τυρομάλαμα, θυμάται ο Ν., χαρακτηριστικά. Την ίδια ώρα, έξω στον κεντρικό δρόμο του χωριού επικρατεί σχετική αναταραχή, πέραν των μανιακών ανέμων.
Ένας διόλου γνώριμος, αυξανόμενος, εκκωφαντικός ήχος σειρήνας θα ταράξει τα μικρά. Η θέα δε του κόκκινου, μεγάλου πυροσβεστικού οχήματος, που περνά τάχιστα έξω από το σπίτι τους και παράγει τον προαναφερόμενο ενοχλητικό και τρομακτικό ήχο, το ίδιο. Η μαμά τους ξεστομίζει τη φαινομενικά νηφάλια πρόταση «κάπου θα έπιασε φωτιά». Η πομπή δε με μηχανάκια από τους έφηβους «σβούρους» του χωριού, που σχεδόν συνόδευαν το πυροσβεστικό όχημα, με χαρούμενες θα έλεγε κανείς ιαχές, μετριάζουν τη συνολική αρνητική αίσθηση.
Τα δυο αδερφάκια κάθονται στο τραπέζι. Η αίσθηση όμως, ότι κάτι συμβαίνει πολύ κοντά, είναι διάχυτη. Τα παιδιά βγαίνουν έξω στο μπαλκόνι, μήπως και καταλάβουν κάτι, αφήνοντας το φαγητό στη μέση. Το θέαμα, που αντικρίζουν, συγκλονιστικό αν και όχι ολοκληρωμένο –ακόμη. Ψηλές φλόγες ξεπροβάλλουν πίσω από την γιγαντιαία αγριοσυκιά, που στέκεται απέναντι ακριβώς από το πατρικό τους στα 100 και κάτι λιγότερο μέτρα, πλάι σε ένα σπίτι ερείπιο.
Το μέγεθος της καταστροφής και η έκταση της πυρκαγιάς πίσω από εκεί παραμένουν άγνωστα, αφού το θέριεμα της συκιάς δεν επιτρέπει -ίσως και καλώς- μια σαφή εικόνα. Ο μικρός Ν. θα ξεχάσει το αυτί και τους πόνους του, μπροστά σε κάτι τόσο πρωτόγνωρο.
Η μάνα τους θα σπεύσει να ενημερώσει αμέσως το σύζυγό της, που θα σχολούσε σε 1,5 ώρα, καθώς και τον αδερφό της, ο οποίος μένει στην πόλη. Ο πατέρας τους μην μπορώντας να φύγει αμέσως και συμμεριζόμενος το φόβο της γυναίκας του, ενημερώνει τον αγαπημένο του ξάδερφο στο κοντινό από το χωριό προάστιο, ο οποίος λόγω της οικογενειακής του επιχείρησης διαθέτει φορτηγά. Ο τελευταίος βρίσκεται σε επιφυλακή.
Το βράδυ, λίγο μετά το «κρύψιμο» του ήλιου, θα πέσει για τα καλά. Το μόνο φως λίγη ώρα μετά -αφού η ηλεκτροδότηση, αν θυμάται καλά ο μικρός Ν., θα διακοπεί- είναι αυτό από τις φλόγες, που με τη μάνητα του αέρα εξαπλώνονται ραγδαίως.
Η πλαγιά κάτω από τα σπίτια του απέναντι χωριού φλέγεται, όπως και η αντίστοιχη πλαγιά του δικού τους, στην οποία ήταν χτισμένο. Η φωτιά ευτυχώς -αν υπάρχει ευτυχώς σε τέτοιες περιπτώσεις- καίει κατά μήκος τις πλαγιές αυτές ολοκληρωτικά οδεύοντας προς τα βόρεια και τη θάλασσα. Η κατεύθυνση των ανέμων είναι που κάνει κουμάντο άλλωστε…
Η φωτιά ωστόσο περνάει κάτω και πολύ κοντά από τα σπίτια. Δύο από τα τρία κυπαρίσσια στον προαύλιο χώρο στο ιστορικό μοναστήρι απέναντι λαμπαδιάζουν, ενώ οι καρποί τους  λειτουργούν σαν μικρές βόμβες, που εκρήγνυνται, εξαπλώνοντας κοντά στο σημείο την πυρκαγιά.
Η μάνα τους μπροστά στο κόκκινο της φωτιάς, που μαίνεται αντικειμενικά κοντά, λυγίζει. Αρχίζει να ωρύεται, να κλαίει και να παραληρεί πως οι τόσοι κόποι χρόνων του ανδρός της θα πάνε χαμένοι. Φοβάται για τα παιδιά της, την περιουσία τους, το μέλλον τους, εκφράζοντάς το απροκάλυπτα, χωρίς άμυνες και αντιστάσεις. Τα παιδιά της, αν και φοβισμένα φυσικά, προσπαθούν να την ηρεμήσουν. Μάταιο. Η μάνα κλαίει και οδύρεται, νιώθοντας παραδομένη ήδη σε κάτι που είναι μάλλον πέρα από τις δυνάμεις της, αναλογιζόμενη πως όλα μπορεί να γίνουν στάχτες ανά πάσα στιγμή.
Ο πατέρας φτάνει σπίτι, ενώ έχουν ήδη κινητοποιηθεί οι συγγενείς. Ο κουνιάδος του θα αναλάβει να πάρει την, σε κατάσταση σοκ, αδερφή του και τα παιδιά στην πόλη για τη νύχτα. Ο πατέρας, ήρεμη δύναμη, αν και σπάνιο για τον υπέρμετρα αγχώδη χαρακτήρα του, θα μείνει πίσω, προσπαθώντας να αποτρέψει ό, τι είναι δυνατόν και αν χρειαστεί μες στην «καυτή» νύχτα.
Τη στιγμή δε που ο μικρός Ν. ετοιμάζεται για να φύγει με την αδερφή του και τη μητέρα του για την πόλη, βλέπει πως έχει ξεκινήσει ένα σχέδιο εκκένωσης του σπιτιού. Τα πράγματα είχαν σοβαρέψει για τα καλά, θυμάται. Ο θείος με τα φορτηγά είχε φέρει εργάτες μαζί του προκειμένου για μια ταχεία φόρτωση. Αυτό, πάντως, που θα κάνει εντύπωση μέσα στα όσα σημαντικά πακεταρίστηκαν εν τάχει, ήταν η αποσύνδεση και μεταφορά στο φορτηγό της μόλις δύο ετών συσκευής της τηλεόρασης…
Στο αυτοκίνητο για την πόλη η μάνα δεν ηρεμεί. Δεν μπορεί να αντιληφθεί ότι τουλάχιστον τα παιδιά της είναι ασφαλή. Συνεχίζει να θρηνεί προκαταβολικά για τα όσα έχτισε ο σύζυγός της και θα πάνε στράφι, για το αύριο που είναι αβέβαιο για τα παιδιά της, για μια εικόνα, μια εμπειρία, που μάλλον ούτε η ίδια δεν είχε αντιμετωπίσει ξανά.
Και μικρός Ν. έχει ακριβώς αυτό να θυμάται περισσότερο, πέρα και από την ίδια  εικόνα της μανιώδους φωτιάς, που θα μπορούσε φυσιολογικά να σημαδέψει μια άγουρη ψυχή. Έχει να θυμάται το λύγισμα της μάνας μπροστά στο δικαιολογημένο φόβο, στον έλεγχο που χάνεται από τα χέρια της, τα «δεμένα» χέρια της απέναντι σε κάτι που την ξεπερνά.
Η φωτιά τελικά θα τεθεί υπό έλεγχο τα ξημερώματα του Σαββάτου. Αιτία πρόκλησής της ήταν βραχυκύκλωμα καλωδίων της ΔΕΗ, στα νότια, στο βάθος της «ένωσης» αναφορικά με τις δύο πλαγιές, σε ένα σημείο από όπου μόνο τους χειμερινούς μήνες περνά ποταμός. Οι άνεμοι, τα χόρτα, ξερά και χλωρά, καθώς και οι σπινθήρες έκαναν τη δουλειά τους, ευτυχώς χωρίς το πράγμα να πάρει διαστάσεις, αφού δεν υπήρξαν θύματα.
Ο μικρός Ν. όμως έχει να θυμάται. Δεν το ξεχνά, γιατί βίωσε τον φόβο -όχι μόνο το δικό του- του πλέον δικού του ανθρώπου. Εκείνης, που δεν λυγά ποτέ, ή που σπάνια έχει λυγίσει. Εκείνης, που στάθηκε και στέκεται βράχος, παρά τα σοβαρά προβλήματά της, όταν χρειάστηκε και χρειαστεί. Εκείνης, που άνθρωπος είναι και μπορεί να έχει μια στιγμή αδυναμίας, όταν οι φλόγες χωρίς διακρίσεις μπορούν να αφανίσουν τα πάντα…


Υ.Γ.: Τιμή και δόξα στις ανθρώπους, που την ύστατη στιγμή έφυγαν αγκαλιασμένοι και έκαναν το παν για να προστατεύσουν τους δικούς τους. Το εν λόγω κείμενο αποτελεί, αν αποτελεί, ένα απειροελάχιστο φόρο τιμής στην τραγωδία που βρήκε την ανατολική Αττική. Μια προσπάθεια, μέσα από μια βιωματική, επ ουδενί συγκρίσιμη, εμπειρία για την ελάχιστη προσέγγιση μέρους μόνο των όσων αισθάνονται, όσοι υπέστησαν και συνεχίζουν να ζουν τα δεινά της πυρκαγιάς. Πραγματικά όμως, δεν πλησιάζονται καν… 

Ν.Π.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου