Τρίτη 17 Ιουνίου 2014

Εγκατάλειψη…

Ξεκλείδωσε με προσοχή την πόρτα. Ο κίνδυνος να σπάσει το κλειδί μέσα στη «γερασμένη» κλειδαριά ήταν μεγάλος, άρα και η προσοχή απαραίτητη. Δύο και πλέον χρόνια είχε να ανοιχτεί το πατρικό της σπίτι... Ψέματα! Μόλις έναν είχε να ανοιχτεί, καθώς ο αδερφός της το είχε επισκεφθεί μία φορά, για να εναποθέσει κάποια -άχρηστα πια- πράγματα της γριάς μάνας…

Η πρώτη εικόνα από το σπίτι; Αποκαρδιωτική… Σκόνες παντού, ξερά φύλλα από τις εσοχές της πόρτας είχαν γεμίσει το διάδρομο, νεκρά ζωύφια χαμηλά στις γωνίες, ιστοί αράχνης στα ταβάνια. Η υγρασία δε της περιοχής είχε κάνει το θαύμα της, φουσκώνοντας τους τοίχους και τα ταβάνια. Εικόνα πλήρους εγκατάλειψης. Έκλεισε την εξώπορτα και συνέχισε πιο μέσα…
Μόνο το κλειστό υπνοδωμάτιο αριστερά στεκόταν κάπως αξιοπρεπώς, όπως και το κατά συνθήκη σαλόνι, που είχε δημιουργηθεί μετά τη μεταφορά του «καλού» καθιστικού στο καινούριο σπίτι. Οι παλαιές εικόνες των προπαππούδων στους τοίχους, ωστόσο, έμοιαζαν εξωφρενικά μόνες, όσο κι αν παλαιότερα ένιωθες την αίσθηση ότι κάποιες φορές μιλούσαν.
Η σκόνη μεσουρανούσε παντού. Κορνίζες με πρόσφατες φωτογραφίες των παιδιών της, αλλά και από τα πρώτα χρόνια του γάμου της, ήταν κι αυτές γεμάτες σκόνη. Άλλες παρέμεναν όρθιες πάνω στην τηλεόραση/αντίκα, άλλες ήταν πεσμένες πάνω στο έπιπλο, δίπλα. Η κουζίνα, όπως το σαλόνι και το υπνοδωμάτιο, έμοιαζε επίσης αξιοπρεπής, παρά την αμείλικτη φθορά του χρόνου, αλλά τα ντουλάπια και το ψυγείο έμοιαζαν ερμητικά κλειστά. Σχεδόν φορούσαν λουκέτο. Την ύπαρξη δε της τραπεζαρίας μαρτυρούσαν μόνο το τετράγωνο τραπέζι και οι καρέκλες γύρω του. Κατά τ’ άλλα, δεν ήταν παρά ακόμη ένα άψυχο, νεκρό δωμάτιο.

Δεν άργησε να ανοίξει την πόρτα που έβγαινε στον κήπο, με το αποκρουστικό θέαμα να ενισχύει την εικόνα -βασικά, την αδίστακτη πραγματικότητα- της εγκατάλειψης και της ερημοποίησης. Αγριόχορτα είχαν κλείσει το διάδρομο που οδηγούσε στο πίσω μέρος του κήπου, ενώ αριστερά, έξω από την τουαλέτα -όπως συνηθιζόταν στα παλιά σπίτια δεν ήταν εσωτερική- τα πανύψηλα χόρτα, στο σημείο όπου παλιά δέσποζε μια μπανανιά, είχαν αποτελέσει τον ιδανικό τόπο για την εγκαθίδρυση ενός «βασιλείου αραχνών». Δεν είχε αντικρύσει ποτέ της τόσους πολλούς ιστούς αράχνης και μάλιστα σε εξωτερικό χώρο.
Όαση στην κατήφεια του μίζερου σκηνικού αποτελούσαν τρεις «αγέρωχοι» κρίνοι, που είχαν, ως φαίνεται, γλιτώσει από την εκδικητή μανία της εγκατάλειψης. Τους έκοψε με ευλάβεια και τους έβαλε με προσοχή σε μια νάιλον τσάντα. Λίγο πιο κάτω, κατάφερε να γεμίσει και μια τσάντα λεμόνια από τη μεγάλη λεμονιά,  ένα από τα λίγα ζωντανά πράγματα τριγύρω…
Ξαναγύρισε μέσα. Αναμνήσεις 40 και πλέον χρόνων στροβίλιζαν στο μυαλό της. Από τη μία, η απειροελάχιστη ανάμνηση του ανάπηρου πατέρα της, που έχασε στα πρώτα χρόνια της ζωής της, από την άλλη, οι πολλές στιγμές με τη «δύσκολη» χήρα μάνα της. Επίσης, κάποια χρόνια που έζησε εκεί με το σύζυγό της και τα δυο παιδιά της ήταν αδύνατο να μην περάσουν μπροστά από τα μάτια της…


Κλείδωσε την εξώπορτα πίσω της, κουρασμένη και στεναχωρημένη, για όσα είδε, θυμήθηκε, ήθελε να αλλάξει. Για όσα καλά και κακά είχε ζήσει εκεί μέσα. Για όσα και τόσα που δεν έζησε. Λίγο πριν φύγει, έκοψε και μερικά τριαντάφυλλα, τα οποία εξείχαν στο δρόμο, τα μόνα που έκαναν «παρέα» στη λεμονιά. Τα έβαλε κι αυτά προσεχτικά μέσα στην ίδια τσάντα με τους κρίνους. Πήρε το δρόμο της επιστροφής στο κανονικό της σπίτι, που δεν ήταν εγκαταλελειμμένο, αλλά πολύ άδειο πλέον.

Μπήκε μια στιγμή μέσα για να αφήσει τα λεμόνια και να περιποιηθεί λίγο τις άκρες των κρίνων και των τριαντάφυλλων. Μετά από λίγο ανηφόρισε κρατώντας τα λουλούδια προς το «τελευταίο» σπίτι του άντρα της, θέλοντας να του το ομορφύνει. Δε θα το εγκατέλειπε ποτέ αυτό. Ήξερε τη ματαιότητα της κίνησής της κι όμως ένιωθε καλά, παρά τη γεμάτη έλλειψη και εγκατάλειψη ψυχή της…

Ν.Π.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου