Κυριακή 27 Απριλίου 2014

Ψυχή από ατσάλι;

Η Νίκη ξύπνησε πολύ νωρίς εκείνο το πρωινό του Σαββάτου κι ας είχε κοιμηθεί μόλις δυο ώρες. Θα ήταν 6:00 το πρωί. Δε συνήθιζε να ξυπνάει τόσο νωρίς, δεν είχε λόγο. Συνήθως, σηκωνόταν 9:00 με 9:30 καθημερινά, έπινε έναν καφέ και ξεκινούσε την αναζήτηση εργασίας. Όμως εκείνο το πρωινό ήταν διαφορετικό.
Η αιτία είχε να κάνει με την πιθανότητα πρόσληψής της σε κατάστημα, που φρόντιζε για τη γυναικεία ομορφιά -όχι της ψυχής, αλλά του «περιβλήματος», της ωραίας, επιφανειακής εικόνας- μέσα από μια καθ’ όλα δυσβάσταχτη δοκιμασία, όπως θα αποδεικνυόταν στη συνέχεια.
Ήπιε μια τελευταία γουλιά από τον καφέ της και πήγε για να ετοιμαστεί. Πρώτη φορά δεν τον έπινε όλο. Το άγχος την είχε κυριεύσει. Ξεκίνησε να βάφεται έντονα, καθώς έτσι επίτασσε η «υποψήφια» εργοδοσία. Γενικά, απεχθανόταν το πολύ ρετούς, όμως οι οδηγίες έπρεπε να ακολουθηθούν.
Ζορίστηκε τελικά να πετύχει το τέλειο αποτέλεσμα στο πρόσωπό της, καθώς τα χέρια της έτρεμαν πολύ. Τα υγρά δε της μάτια ήταν έτοιμα να εκραγούν και να χάλαγε σε λίγα δευτερόλεπτα ό, τι είχε καταφέρει να φτιάξει τόση ώρα. Η μάνα της από μέσα της φώναξε να συντομεύει, γιατί μπορεί να αργούσε στο ραντεβού για τη δουλειά.
Η Νίκη, αφού πήρε μια βαθιά ανάσα, κοίταξε μία τελευταία φορά τον εαυτό της στον καθρέφτη. Φόρεσε απότομα ένα «πορσελάνινο» προσωπείο. Έμοιαζε ξαφνικά με κούκλα ανέκφραστη και σχεδόν τρομακτική, μέσα στη βαθιά κενότητα του προσώπου της. Βγήκε από την τουαλέτα και κατευθύνθηκε προς τη μάνα της, που φρόντιζε τον εδώ και χρόνια κατάκοιτο και βαριά άρρωστο σύζυγό της.
«Καλή τύχη σήμερα αγάπη μου, μακάρι να την πάρεις τη δουλειά», της ευχήθηκε η μάνα της, αγκαλιάζοντάς την, ενώ η Νίκη είχε κολλήσει το βλέμμα της στον ανήμπορο πατέρα της, θέλοντας όσο τίποτα και τη δική του ευχή. Δυστυχώς, δεν μπορούσε να της την δώσει. Τις τελευταίες ημέρες, μάλιστα, είχε επιδεινωθεί η κατάστασή του, αλλά μάνα και κόρη αποφάσισαν να μην τον τρέχουν και τον ταλαιπωρούν κι άλλο στα νοσοκομεία. Ωστόσο, λίγο πριν αφήσει την αγκαλιά της μάνας της, εκείνος άνοιξε τα μάτια του και κοίταξε τη Νίκη μετά από καιρό, με βλέμμα «γεμάτο», σα να της ευχόταν σιωπηλά…
Μέχρι να φτάσει η Νίκη στο σημείο συνάντησης, το άγχος την είχε διαλύσει. Η ψυχή της πονούσε. Τι κι αν ήταν μόλις 25 χρονών, δηλαδή όχι «απαγορευτικά» μεγάλη στο να τρώει κατραπακιές κατά την αναζήτηση εργασίας. Είχε ανάγκη τη δουλειά, μετά από δύο χρόνια ανεργίας, κι ενώ τα έξοδα διαβίωσης ήταν δυσβάσταχτα για την τριμελή οικογένεια. Και οι δύο γονείς ήταν χαμηλοσυνταξιούχοι, ενώ ένα επίδομα, σημαντικότατο βοήθημα στην «ακριβή» φροντίδα του άρρωστου πατέρα, το οποίο λάμβαναν για την αναπηρία του, είχε κοπεί στα πλαίσια της επανεξέτασής από τον αρμόδιο ασφαλιστικό φορέα. Κι όχι μόνο αυτό… Επιπλέον, καθυστερούσε να τους χορηγηθεί ξανά, λόγω γραφειοκρατικών λαθών. Η Νίκη, λοιπόν, δεν μπορούσε να περιμένει. Είχε ανάγκη οποιαδήποτε εργασία κι ας μην αξιοποιούσε το πτυχίο της τη δεδομένη στιγμή. Άλλωστε πόσοι έχουν αναγκαστεί να μην το αξιοποιούν στις μέρες μας…
Συναντήθηκε σε κεντρικό σημείο της Αθήνας με άλλες 11 κοπέλες και την υπεύθυνη της επιχείρησης, η οποία θα τους έδειχνε τι πρέπει να κάνουν, προκειμένου να τα καταφέρουν. Το «τεστ» είχε ως εξής: οι 12 κοπέλες θα έπρεπε -με χαμόγελο- να πλασάρουν τα προϊόντα ομορφιάς σε γυναίκες, μικρές και μεγαλύτερες. Οι 6 από τις 12 με τα καλύτερα ποσοστά επιτυχίας, μετά από πέντε ώρες προώθησης, σε συνδυασμό με τη θετική αύρα που θα επέδειχναν, θα κέρδιζαν τις αντίστοιχες θέσεις εργασίας.
Η Νίκη, αν και δυνατή σε όλες τις εκφάνσεις της ζωής της, εκείνη την ημέρα δεν άντεχε την έντονη ψυχολογική πίεση. Μιλούσε σε κόσμο κι η φωνή της έτρεμε. Προσπαθούσε να πουλήσει σε γυναίκες που ανταποκρίνονταν θετικά και τα χέρια της δεν ήταν σταθερά κατά τη συναλλαγή. Ο φόβος πως δε θα πιάσει πάλι δουλειά της έτρωγε τα σωθικά. Όχι βέβαια ότι και οι άλλες κοπέλες δεν περνούσαν το δικό τους λούκι…
Κάποια στιγμή, μια όμορφη νεαρή κοπέλα, αντιλήφθηκε το πόσο τρομαγμένη και πιεσμένη είναι και την προσέγγισε, αν και κανονικά η Νίκη θα έπρεπε να την προσεγγίσει «βάσει αποστολής». Η Νίκη δεν άντεξε, άρχισε να κλαίει, με την άγνωστη κοπέλα να προσπαθεί να την ηρεμήσει, λέγοντας της ότι θα αγοράσει κάποια από τα προϊόντα της. Κι η κοπέλα όμως δεν άντεξε με τη σειρά της και βούρκωσε, αντιλαμβανόμενη το φόβο και τη μεγάλη ανάγκη της Νίκης να δουλέψει. «Όλα καλά θα πάνε μάτια μου, ηρέμησε, να είσαι δυνατή», της είπε, σα να ήταν δικός της άνθρωπος. Η Νίκη ξέσπασε, ελευθερώθηκε κάπως, ένιωσε καλύτερα και ευχαρίστησε για όλα την άγνωστη κοπέλα. Είχε περάσει η ώρα και σε λίγα λεπτά όλες οι κοπέλες θα παρέδιδαν τις εισπράξεις στην υπεύθυνη.
Η Νίκη τα είχε πάει περίφημα, σημειώνοντας αρκετές πωλήσεις, όμως το στιγμιότυπο που δεν άντεξε και λύγισε μπορεί να τη ζημίωνε, καθώς επόπτες παραμόνευαν συχνά τριγύρω, θέλοντας να τσεκάρουν για την απαιτούμενη θετική αύρα των εμφανίσιμων κοριτσιών/πωλητριών. Έπειτα, η υπεύθυνη συγκέντρωσε τις κοπέλες, τις ευχαρίστησε και τους είπε πως μέσα σε δύο μέρες το πολύ θα έχουν ειδοποιηθεί για το αν πέτυχαν ή απέτυχαν στη δοκιμασία.
Μετά το «σχόλασμα» της μέρας εκείνης, η Νίκη δεν πήρε το δρόμο για το σπίτι αμέσως. Ήθελε λίγο να περπατήσει, να ξεσκάσει, να ηρεμήσει. Κατέληξε το απόγευμα σπίτι, όπου δυστυχώς την περίμενε η πλέον δυσάρεστη έκπληξη. Μόλις μπήκε, βρήκε τη μάνα της δακρυσμένη δίπλα στον άντρα της. «Ξεκουράστηκε» ψιθύρισε η μάνα της και την αγκάλιασε. Ο πατέρας της είχε ξεψυχήσει. Είχε «φύγει» χωρίς να ταλαιπωρηθεί περαιτέρω, μειώνοντας τις «δύσκολες» μέρες του. Η Νίκη, έχοντας αγκαλιά τη μάνα της, απαγόρευσε στον εαυτό της να τρέξει δάκρυ από το μάτι της, η ψυχή της έπρεπε να είναι από ατσάλι. Η ζωή για όσους έμειναν «πίσω» είχε ήδη ξεκινήσει να συνεχίζεται…
Την επομένη τον κήδεψαν, ενώ ήδη από τη μεθεπόμενη ημέρα ξεκίνησαν οι ψυχοφθόρες -πλην απαραίτητες- γραφειοκρατικές διαδικασίες από μεριάς της οικογένειας. Το «ούτε να πεθάνει κανείς δεν μπορεί», που λένε, στροβίλιζε συνέχεια στο μυαλό της Νίκης, που είχε αναλάβει να τα τρέξει όλα. Η θλίψη της δεν είχε εκφραστεί ακόμη, ένιωθε ότι δεν έχει την πολυτέλεια να το κάνει. Είχαν περάσει λίγες ώρες μόνο από το χαμό του πατέρα κι ήταν πολύ δύσκολα.
Λίγο μετά την παραλαβή της πρώτης χαρτούρας, η Νίκη έβγαλε το κινητό της για να καλέσει τη μάνα της. Την ίδια στιγμή, ένας αριθμός -σταθερό τηλέφωνο- καλούσε επίμονα. Το σήκωσε. Ήταν από το κατάστημα ομορφιάς. «Προσλαμβάνεσαι», της είπαν, μεταξύ άλλων…
Η άγνωστη όμορφη κοπέλα στο δρόμο, που στάθηκε στη Νίκη, είχε επιβεβαιωθεί. Η ευχή της μάνας της είχε, επίσης, εκπληρωθεί. Η ευχή που δεν ακούστηκε ποτέ από το στόμα του πατέρα της το ίδιο…
Και η ζωή συνεχίστηκε…

Ν.Π.

*Η ιστορία είναι προϊόν φαντασίας. Ωστόσο, επιμέρους στοιχεία -δυστυχώς- προέρχονται από την πραγματικότητα… 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου