Πέμπτη 26 Ιανουαρίου 2017

Αυτό το «κάτι άλλο»…

Είχε αρχίσει να γράφει στο κρυμμένο του -κάτι σαν- ημερολόγιο, όντας έφηβος ακόμη. Σκόρπιες σκέψεις, όνειρα, παράπονα, κακές εμπειρίες και… πραγματικοί εφιάλτες συνέθεταν το περιεχόμενο του σημειωματάριού του. Μια μέρα, το παράτησε, σκέφτηκε μέχρι και να το πετάξει. Τελικά, το κλείδωσε σε ένα συρτάρι. Στα 25 του, το «ελευθέρωσε» ξανά, το πήρε στα χέρια του, ξαναρχίζοντας να γράφει σχεδόν συστηματικά.
Στα 30 του, πάντως, φανερά θυμωμένος ένα απόγευμα, το πέταξε στον κάδο των αχρήστων του δωματίου του. Έμενε δυστυχώς στο ίδιο σπίτι -ακόμη- με το μέθυσο, συνάμα άρρωστο πατέρα του και με την άνεργη, μικρότερη αδερφή του. Δεν χρειαζόταν μάλλον πια το ημερολόγιο, φαίνεται, αφού δεν καθόταν και καθόλου σπίτι ώστε να βρει χρόνο να γράψει, παρόλο που σπάνια δούλευε.
Την ίδια μέρα, η αδερφή του μπήκε στο δωμάτιό του προκειμένου να συγυρίσει. Η περιέργειά της έφερε το πεταμένο ημερολόγιο στα χέρια της. Ήθελε προφανώς να ανοίξει την πόρτα του μυαλού του «αγριεμένου» τελευταία και πολύ εσωστρεφούς αδερφού της. Οι εφηβικές καταγραφές άσχημων στιγμών με επίκεντρο την εκλιπούσα και συχνά εν ζωή… ξυλοδαρμένη μητέρα του, καθώς και οι λίγο μεταγενέστερες, την έκαναν να δακρύσει. Την αντίδραση των ματιών της, ωστόσο, ήρθε να αντικαταστήσει απότομα ένας βαρύς κόμπος στο λαιμό, στη θέα της τελευταίας μακροσκελούς και με ιδιότυπη γραφή σημείωσής του…

«Ήθελα να γίνω κάτι στη ζωή. Κάτι άλλο. Τι ήμουν; Τίποτα. Ήθελα να γίνω οπωσδήποτε κάτι άλλο, ν’ αλλάξω. Να γίνω μεγάλος και τρανός. Να φύγω κι από δω! Να ξεφύγω! Να ανοίξω φτερά και να πετάξω! Να είμαι άπιαστος, κάτι άλλο! Να μιλάνε για μένα και να με ζηλεύουν.


Μάλλον, δε μου άρεσα. Μα γιατί να μου αρέσω; Έπρεπε να γίνω κάτι και κυρίως αρεστός στην κοινωνία, στη γειτόνισσα που είχα βαρεθεί να με κοιτάει επικριτικά ως τώρα, στην κατουρημένη ποδιά που καραδοκούσε πάντα να με αγκαλιάσει και να με κουκουλώσει παροδικά για… πάρτη της.
Δεν τα κατάφερα. Μόνο ψίχουλα βρήκα και εκείνα γεύτηκα, νομίζοντας ότι αγγίζω μια κορφή. Με χαρακτήρισαν αναλώσιμο. Άδικα λόγια… Αλλά δεν αξίζω, δεν αξίζω τίποτα, μάλλον. Και δε φταίω, είμαι άτυχος. Πολύ άτυχος. Ή μάλλον όχι, είμαι αδικημένος. Σίγουρα πολύ αδικημένος!
Κάποιος άλλος θα μου ’χει φταίξει, οπωσδήποτε! Ή μάλλον κάποιοι. Αν δεν έγινα ή δε φτάσω ποτέ αυτό το «κάτι άλλο», τουλάχιστον θα έχω ένα σκοπό: Να μισώ τους «βαφτισμένους» από μένα φταίχτες, αφού αδυνατώ να εκφράζω στον εαυτό μου το πόσο πολύ με σιχαίνομαι, το πόσο θανάσιμα με μισώ.
Μα δε φταίω που μπορεί να με μισώ, άλλοι μου φταίνε. Πάντα μας φταίνε άλλοι, άλλωστε. Γιατί εγώ, τον αγαπούσα τον εαυτό μου. Πολύ τον αγαπούσα, έστω παλιά, πολύ παλιά, πριν πιάσω αυτό το ρημάδι άδειο και άγραφτο στα χέρια μου...  
Εγώ προσπάθησα, αλλά παρέμεινα αυτό που είμαι, χάνοντας και λιγοστά πράγματα που είχα ήδη. Μου είπαν στην πορεία πως δεν έχω το κατάλληλο «άστρο». Τι κι αν έλαμπα από φιλοδοξία και υπέρμετρη ανάγκη να γίνω αυτό το «κάτι άλλο»; Μου κάνει εντύπωση, στο μεταξύ, που παρά την τόση λάμψη μου, δεν πήρα αγάπη, πέρα από ευκαιριακή και μάλλον ιδιοτελή σημασία.
Δε με πείραξε τόσο  το τελευταίο, αφού κι εγώ με ιδιοτέλεια κινήθηκα κι ας μη μου βγήκε. Αλλά, τελικά γιατί μου κάνει εντύπωση; Πριν είχαν πάρει αγάπη; Και τι είναι η αγάπη; Για τους αδύναμους είναι! Ναι, μόνο για αυτούς είναι! Εγώ θέλω να ανήκω στους δυνατούς!
Ήθελα, που λέτε, να γίνω κάτι άλλο και δε με άφησαν. Κι ενώ έπεσα πολύ χαμηλά.
Για να φτάσεις ψηλά, λένε στην πιάτσα, πρέπει να αρχίσεις αναγκαστικά από τον βρώμικο, σιχαμερό, γεμάτο σκατά πάτο. Εγώ όμως κόλλησα, ως φαίνεται, στο δυσώδη βούρκο. Από… τίποτα, μεταλλάχθηκα σε ένα βρωμερό τίποτα. Αλλά έτσι είναι…
Δε χωράμε όλοι στην κορυφή, μου είπανε. Υπάρχουν πιο άξιοι προς αναρρίχηση στα «άνω κλιμάκια», μάλλον. Εμένα δε μου φταίνε όμως εκείνοι στους οποίους θέλησα να μοιάσω. Εκείνοι μοιάζουν θεοί, το καταλαβαίνω. Μάλλον, ήμουν λίγος. Ξέρω όμως ποιοι μου φταίνε:
-Μου φταίνε εκείνοι που βρίσκονται σε χειρότερη μοίρα από εμένα με το ανύπαρκτο παρόν και το ματαιόδοξο, ανεκπλήρωτο μέλλον μου.
-Εκείνοι που δεν μπορώ να τους ζηλέψω. Εκείνοι που έχουν ζήσει κάτι πολύ χειρότερο, από το δικό μου ανούσιο τίποτα. Εκείνοι που δεν το επέλεξαν να βρωμίσουν από την κυριολεκτική απλυσιά του δρόμου, των διωγμών, των κακουχιών.
-Μου φταίνε όσοι είναι πιο κακομοίρηδες από μένα. Τουλάχιστον, αυτούς τους βλέπω από πάνω. Μπορώ να τους δω αφ’ υψηλού. Αυτό είναι κάτι που μπορώ να το κάνω.
-Επιτέλους, κάτι που μπορώ να γίνω. Τα άντερά μου σιχάθηκα να τα μισώ, άλλωστε ούτε αυτά δεν υπάρχουν για να ζέχνουν μέσα στην όλη ανυπαρξία μου.
-Έτσι, έχω κάποιον να μισώ και να εκφράζω το θυμό μου, πείθοντάς με μέσα από θορυβώδεις εκφάνσεις αγάπης για το… χώμα που πατώ και τους ανθρώπους μου.
-Το να δείχνεις ότι νιώθεις πάθος και παροξυσμό να προστατεύσεις κάτι «δικό» σου δεν είναι αδυναμία, όπως η αγνή αγάπη. Αντιθέτως, είναι μεγάλη ένδειξη δύναμης.
Ναι, δεν έγινα αυτό το «κάτι άλλο», αλλά δεν απέτυχα εντελώς, αφού το τίποτά μου φυτοζωεί με καύσιμο τον πολύ θυμό, δίνοντάς μου ένα σκοπό. Τελικά «κάτι» έγινα και αυτό μου μένει να το ζήσω…»

Τα δάκρυά της τώρα έτρεχαν ασταμάτητα, συνοδευόμενα από πνιχτούς λυγμούς. Έδειχνε τρομαγμένη, μη γνωρίζοντας τι πρέπει να κάνει. Το ασυνάρτητο και ταυτόχρονα άπταιστο, γραπτό παραλήρημα του αδερφού της την είχε σοκάρει. Αφού ηρέμησε κάπως, έσκισε μια από τις ελάχιστες κενές εσωτερικές σελίδες του σημειωματάριου, πήρε ένα στυλό και άρχισε να γράφει με τη σειρά της:

«Δεν ήξερα πόσο αψεγάδιαστα μπορείς να γράψεις (δεν επιδοκιμάζω φυσικά το περιεχόμενο του λόγου σου, αλλά μόνο τον τρόπο γραφής σου). Είναι κρίμα -και- αυτή σου την ικανότητα να την αφήσεις έρμαιο του μίσους σου. Συνέχισε να γράφεις, χωρίς να ζητάς να γίνεις «κάτι άλλο» και χωρίς να ψάχνεις ενόχους. Άρχισε να διαβάζεις, να σκέφτεσαι πιο καθαρά και να αγαπάς τον εαυτό σου, κάτι που σε κάνει δυνατό και σε οπλίζει να αντέχεις. Δεν τα έχεις χάσει όλα, μη φοβάσαι. Κι εμένα, τουλάχιστον, αγάπα με αληθινά, όχι για να δείξεις κάτι στον εαυτό σου. Έτσι δε θα γίνεις «κάτι άλλο», απλώς ένα καλύτερο «ΕΣΥ»…
Η αδερφή σου…
  
Ακούμπησε το χαρτί πάνω στο ανασυρμένο από τα σκουπίδια ημερολόγιο, το οποίο πρώτα είχε ακουμπήσει στο κομοδίνο δίπλα στο κρεβάτι. Έκλεισε την πόρτα πίσω της και κατευθύνθηκε προς τη βιβλιοθήκη. Με τη σκούπα ανά χείρας, δεν παρέλειψε να γκρεμίσει πρώτα την 50άρα τηλεόραση στο καθιστικό…

Ν.Π.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου